Σκέψεις και πληροφορίες πάνω στις κλιματικές αλλαγές και στην απάτη του Κιότο
από κούκος
Πολλά γράφονται και συζητιούνται τα τελευταία χρόνια σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές που συμβαίνουν και προβλέπεται, με βάση επιστημονικές μελέτες, να συμβούν τα επόμενα χρόνια. Ένα είναι το σίγουρο, η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει επέμβει και έχει διαταράξει σημαντικά (και ίσως ανεπανόρθωτα;) τις οικολογικές ισορροπίες του πλανήτη. Ο πολιτισμός εξελίσσεται μέσα από μια σχέση εκμετάλλευσης της φύσης, μια εκμετάλλευση που μετατράπηκε σε άγρια λεηλασία τους δυο τελευταίους αιώνες με τη ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Τεράστιες εκτάσεις δάσους μετατράπηκαν και μετατρέπονται σε γεωργικές μονοκαλλιέργειες, η γη και το νερό μολύνονται από απόβλητα, φυτοφάρμακα και λιπάσματα, ενώ η ατμόσφαιρα κατακλύζεται από αέριους ρύπους και αυτές είναι κάποιες ελάχιστες πτυχές της όλης κατάστασης.
Το μέγεθος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς. Οι μελέτες και τα συμπεράσματα που εκπονούνται από επιστημονικούς κύκλους είναι αντικρουόμενες, ανάλογα με τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται. Χοντρικά υπάρχουν δυο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η μια, που είναι και η πιο συνηθισμένη εκφράζει λιγότερο ή περισσότερο καταστροφολογικά σενάρια, τα οποία φτάνουν μέχρι και την καταστροφή της ζωής στον πλανήτη όπως τη γνωρίζουμε. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα σενάριο, το οποίο μάλιστα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά μμε: τα επόμενα 100 χρόνια υπολογίζεται ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα είναι ανάμεσα στους 2,5 με 10 βαθμούς κελσίου, ενώ για τους προηγούμενους αιώνες ο ρυθμός αύξησης ανά αιώνα υπολογίζεται στους 0,5- 0,8 βαθμούς κελσίου. Μια τέτοια αύξηση σημαίνει ερημοποίηση σημαντικού ποσοστού της γης, εξαφάνιση πολλών ειδών, σημαντική άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ οι μόνες κατοικήσιμες περιοχές για τον άνθρωπο θα βρίσκονται κοντά στους πόλους. Η δεύτερη τάση, που έχει κυρίως τη βάση της στις ηπα, υποβαθμίζει την όλη κατάσταση. Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ότι όντως υφίσταται μια κλιματική αλλαγή, την αποδίδει εν μέρει στις ανθρώπινες δραστηριότητες και εν μέρει στους φυσικούς κλιματικούς κύκλους του πλανήτη, και θεωρεί ότι όπως συνέβη πολλές φορές και στο παρελθόν θα υπάρξει προσαρμογή.
Τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται από επιστημονικούς κύκλους, (μη) κυβερνητικές οργανώσεις και κυβερνήσεις κρατών δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αξιόπιστα ειδικότερα για τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, και αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Αρχικά οι προβλέψεις γίνονται με βάση υπολογιστικά μοντέλα εξομοίωσης. Τέτοια μοντέλα πιθανόν να μπορούν να δώσουν κάποια σχετικά ασφαλή στοιχεία, μπορούν όμως και να φτιάχνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγουν σε εκείνα τα αποτελέσματα που θα επιβεβαιώνουν μια συμφέρουσα θεωρεία. Τα πραγματικά στατιστικά στοιχεία είναι ελάχιστα και για τους περισσότερους παράγοντες υφίστανται από τη δεκαετία του ’70 και μετά, όπου και αναπτύχθηκαν τα δορυφορικά προγράμματα. Μόνο για τη θερμοκρασία, και αυτό για ορισμένες περιοχές, υπάρχουν στοιχεία από το 1860. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι τα πιο καταστροφολογικά σενάρια εκπορεύονται από κύκλους οι οποίοι έχουν συμφέρον από την ανάπτυξη «καθαρών» τεχνολογιών και την προώθηση ενός «πράσινου» καπιταλιστικού μοντέλου και εδράζονται κατά κύριο λόγο στην ευρώπη. Ανάλογα οι πιο μετριοπαθείς στάσεις προέρχονται από τις ηπα οι οποίες έκριναν ότι η αποδοχή των περιορισμών του πρωτοκόλλου δεν συμβιβάζεται με τα ευρύτερα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους. Στο παρόν κείμενο αναγκαστικά βασιζόμαστε και σε κάποια στοιχεία τα οποία παραθέτουμε με κάποιες επιφυλάξεις, ελπίζοντας ότι μπορούν να συμβάλουν καλύτερα στην κατανόηση κάποιων πραγμάτων. Επίσης αναγνωρίζουμε ότι όντως υφίσταται μια κλιματική αλλαγή η οποία οφείλεται άμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα, της οποίας το μέγεθος και τις επιπτώσεις είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε. Οι κλιματικές αλλαγές σχετίζονται άμεσα με την αύξηση της θερμοκρασίας και αυτή με τη σειρά της με το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί μια φυσική και ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία της ατμόσφαιρας και μόλις τα τελευταία χρόνια απέκτησε αρνητική χροιά. Στην ατμόσφαιρα υπάρχουν κάποια αέρια που ονομάζονται αέρια του θερμοκηπίου και παράγονται μέσα από φυσικές διαδικασίες. Αυτά είναι το Ο3 (όζον), το CO2 (διοξείδιο του άνθρακα), CH4 (μεθάνιο - γνωστό συστατικό των κοιλιακών αερίων) και το N20 (υποξείδιο του αζώτου). Τα αέρια του θερμοκηπίου επιτρέπουν στην ηλιακή ακτινοβολία να εισέρχεται στην ατμόσφαιρα. και να απορροφάται από τη γη. Στη συνέχεια αυτή η ακτινοβολία «ανακλάται» στην επιφάνεια της γης και επανεκπέμπεται προς το σύμπαν. Ο ρόλος των αερίων του θερμοκηπίου βρίσκεται στο να δεσμεύουν εντός της ατμόσφαιρας ένα μέρος από την «ανακλώμενη» ακτινοβολία. Αυτό έχει ως συνέπεια η γη να μην ψύχεται υπερβολικά και να διατηρεί μια θερμοκρασία που επιτρέπει την ανάπτυξη της ζωής όπως την γνωρίζουμε. Όμως, εκτός από τη φύση, αέρια του θερμοκηπίου παράγει και ο άνθρωπος, κυρίως CO2 (διοξείδιο του άνθρακα) μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, και σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η φύση αδυνατεί να τα απορροφήσει. Έχει υπολογιστεί ότι τα σημερινά επίπεδα συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα είναι 50% υψηλότερα απ’ ότι τα τελευταία 400.000 χρόνια. Ο άνθρωπος παράγει επίσης και άλλα τεχνητά αέρια του θερμοκηπίου, όπως οι χλωροφθοράνθρακες (CFC’s) και οι υδροχλωροφθοράνρακες (HCFC’s) αέρια που εκλύονται από τα ψυκτικά σε ψυγεία και κλιματιστικά και βρίσκονται επίσης ως προωθητικά αέρια σε σπρέι τύπου αεροζόλ κτλ. Έτσι, η αφύσικα υψηλή συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου έχει ως συνέπεια να «εγκλωβίζεται» ακόμη περισσότερη θερμότητα στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη η οποία με τη σειρά της πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο αποτελεί η θέρμανση των ωκεανών, καθώς η ύπαρξη και η κυκλοφορία των θερμών και ψυχρών ρευμάτων στους ωκεανούς είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διαμόρφωσης του κλίματος. Η θέρμανση των ωκεανών παράλληλα με την αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα να λιώνουν ποσότητες πάγου στους πόλους, γεγονός που με τη σειρά του συμβάλλει στη θέρμανση των ωκεανών και μιλάμε πλέον για μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία που επιταχύνει τις εξελίξεις. Τα 10 θερμότερα χρόνια από το 1860 πέφτουν όλα μετά το 1987, το πάχος του πάγου στην αρκτική το 2004 ήταν το μικρότερο από το 1978 οπότε και άρχισε η δορυφορική παρακολούθηση. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι τα τελευταία χρόνια αρκετά είδη μετατοπίζουν τους βιότοπους τους βορειότερα, ενώ παρατηρούνται μεταβολές στις περιόδους μετανάστευσης και αναπαραγωγής των πτηνών.
Το Πρωτόκολλο του Κιοτο
Το 1992 έγινε η παγκόσμια διάσκεψη για το περιβάλλον στο Ρίο και υπογράφτηκε, από το σύνολο σχεδόν των κρατών, η σύμβαση- πλαίσιο για την αλλαγή του κλίματος και αναγνωρίζεται ότι το πρόβλημα υφίσταται από την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τίθεται ως στόχος ο έλεγχος και η μείωση των ρύπων.
Το 1997 γίνεται στο κιότο η τρίτη κατά σειρά παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα όπου και καθορίζεται ένα νομικό πλαίσιο, γνωστό και ως πρωτόκολλο του κιότο, για τη διαδικασία μείωσης της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου. Ως στόχος τη σύμβασης τίθεται: «η σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, σε επίπεδα τέτοια ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπτώσεις στο κλίμα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες», και αποφασίζεται η μείωση των εκπομπών 6 αερίων κατά 5,4% την περίοδο 2008-2012 σε σχέση με τις εκπομπές του 1990. Παράλληλα εκφράζεται η διάθεση για μια σταδιακή μετάβαση σε νέες «καθαρές» τεχνολογίες και «πράσινες» παραγωγικές-καταναλωτικές συνήθειες. Ωστόσο η εφαρμογή του είχε ως προϋπόθεση την επικύρωσή του από ένα σημαντικό αριθμό χωρών, των οποίων οι ρύποι θα έπρεπε να αποτελούν τουλάχιστον το 55% των παγκοσμίων. Έτσι οι ηπα και η ρωσία, με 25% και 11% των παγκοσμίων ρύπων, αντίστοιχα, αναδείχθηκαν σε ρυθμιστές της εφαρμογής του πρωτοκόλλου καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες έθεταν εξ- αρχής των εαυτό τους εντός της συμφωνίας και πίεζαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Αρχικά και οι δύο χώρες, ηπα και ρώσια, η καθεμία για τους λόγους της αρνήθηκαν. Οι ηπα εξ’ αρχής κράτησαν μια αδιάλλακτη θέση την οποία διατηρούν μέχρι σήμερα. Βλέπουν στη συμφωνία ένα δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος την ίδια στιγμή που η οικονομία τους και η γεωπολιτική τους στρατηγική στηρίζεται στον έλεγχο του πετρελαίου. Επιπλέον θεωρούν ότι η επικύρωση της συμφωνίας θα έδινε στρατηγικό πλεονέκτημα στην ευρώπη. Το οικονομικό κόστος θα επηρέαζε λιγότερο τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες όντας μακριά από τον έλεγχο του πετρελαίου έχουν κάθε συμφέρον να κινηθούν στην κατεύθυνση ανάπτυξης «καθαρών» τεχνολογιών. Από την άλλη πλευρά η ρωσία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια διαδικασία αποβιομηχάνισης και μπορεί πολύ εύκολα να πιάσει τα όρια εκπομπών ρύπων που προσδιορίζονται από τη συμφωνία. Έτσι όντας ο τελικός ρυθμιστής για την επικύρωσή της, τη χρησιμοποίησε ως ένα από τα σημαντικότερα όπλα στην εξωτερική της πολιτική. Από το 1997 πέρασαν 7 χρόνια χοντρών παζαριών και διαβουλεύσεων μέχρι την άνοιξη του 2004 οπότε υπέγραψε το πρωτόκολλο και η ρωσία, λαμβάνοντας από την ε.ε. σημαντικά πολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα. Έτσι, ύστερα από 8 χρόνια διαπραγματεύσεων το πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ από τις 16 φεβρουαρίου 2005. Σημειώνεται ότι οι ηπα, η ινδία, η αυστραλία και η κίνα δεν έχουν επικυρώσει το πρωτόκολλο.
Κάθε χώρα που συμμετέχει υποχρεούται να μειώσει κατά ένα συγκεκριμένο ποσοστό τις εκπομπές αεριών του θερμοκηπίου μέχρι το 2012. Σε αντίθετη περίπτωση, καθώς το πρωτόκολλο αποτελεί διεθνή δεσμευτικό νόμο για τις 148 χώρες που το επικύρωσαν, θα υποστεί κάποιες κυρώσεις (πρόστιμα κτλ). Μια χώρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της μπορεί είτε να μειώσει τις εκπομπές αερίων της είτε να χρησιμοποιήσει κάποιον από τους τρεις «ευέλικτους μηχανισμούς».
Οι τρεις «ευέλικτοι μηχανισμοί» είναι:
«Η από κοινού υλοποίηση».
«Ο μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης»
Οι δυο αυτοί μηχανισμοί θεωρητικά έχουν ως στόχο της ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών στις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, με τη βοήθεια πλούσιων κρατών, τα οποία επενδύοντας εκεί σε «καθαρές» τεχνολογίες θα μπορούν στη συνέχεια να καρπώνονται τις μειώσεις σε ρύπους των εκεί χωρών για τον εαυτό τους. Έτσι υποστηρίζουν ότι και ανάπτυξη θα υπάρξει και συνολική μείωση των ρύπων. Στην πραγματικότητα παρέχουν μια ακόμη δυνατότητα στις πλούσιες χώρες να διεισδύουν οικονομικά και να ελέγχουν τις ασθενέστερες.
«Η εμπορία ρύπων»
Η εμπορία ρύπων προβλέπει: Αν μια βιομηχανική χώρα ή μια βιομηχανία σε μια χώρα σ’ ένα χρονικό διάστημα έχει εκπέμψει περισσότερους ρύπους απ’ αυτούς που προβλέπονταν, τότε μπορεί να αγοράσει από μια άλλη χώρα ή βιομηχανική μονάδα η οποία έχει επιτύχει μεγαλύτερη μείωση από την προβλεπόμενη, «δικαιώματα» ρύπων ώστε να είναι εντός των ορίων. Τα «δικαιώματα» είναι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι με χρηματική αξία που καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα παγκόσμιο χρηματιστήριο ρύπων με έδρα την ευρώπη και η ανάλογη αγορά. Υπολογίζεται ότι ο όγκος των συναλλαγών στην αγορά ρύπων το 2010 θα φτάσει τα 34 εκ. ευρώ.
Το γεγονός ότι η έναρξη της εφαρμογής της συμφωνίας του Κιότο δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών είναι κάτι παραπάνω από εξόφθαλμο. Η προβλεπόμενη παγκόσμια μείωση ρύπων αερίων θερμοκηπίου κατά 5,4% είναι αδύνατον να επιτευχθεί από τη στιγμή που χώρες όπως η ΗΠΑ, η Ινδία και η Κίνα βρίσκονται εκτός της συμφωνίας. Μάλιστα για τις ραγδαία οικονομικά αναπτυσσόμενες κίνα και ινδία, το ποσοστό των εκπομπών ρύπων τους αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Έτσι και αλλιώς το προσδοκώμενο 5% δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, τη στιγμή που μελέτες που εκπορεύονται από τον οηε και τον οασα (οργανισμοί που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συμφωνία) παρουσιάζουν ότι για να εξαλειφθεί η απειλή των κλιματικών αλλαγών θα πρέπει να υπάρξει μείωση της τάξης του 50-70% στις επόμενες 2-3 δεκαετίες. Το Κιότο αποτελεί μια μεγάλη μπίζνα και μια γενικότερη πολιτική συμφωνία, σε μια εποχή ευρύτατων γεωπολιτικών ανακατατάξεων όπου οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί μεταξύ διαφορετικών πλευρών της παγκόσμιας εξουσίας είναι ιδιαίτερα οξυμένες.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του αναπτυγμένου κόσμου αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας γενικευμένης οικολογικής κρίσης. Επομένως η διαχείριση αυτής της κρίσης αναδεικνύεται σε κομβικό ζήτημα για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Η εκάστοτε εξουσία πρέπει να προπαγανδίζει και να αποδεικνύει την ευαισθησία της σε τέτοια ζητήματα, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη συναίνεση των υπηκόων της και την ηθική νομιμοποίησή της. Η κατάσταση πρέπει να παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενισχύεται το αίσθημα αδυναμίας μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος και η εξουσία να εμφανίζεται ως η μόνη ικανή δύναμη να αντεπεξέλθει στη συγκυρία. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η καταστροφολογία και η αποκαλυπτικού τύπου παρουσίαση «ακραίων» καιρικών φαινομένων από μμε, επιστημονικούς κύκλους, πολιτικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Παράλληλα πρέπει να παρέχεται και μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στην προστασία του περιβάλλοντος για τους «οικολογικά ευαίσθητους» πολίτες- καταναλωτές, είτε μέσα από την κατανάλωση «οικολογικών» προϊόντων, είτε μέσα από τη συνδρομητικού τύπου συμμετοχή σε «αφιλοκερδείς» (μη) κυβερνητικές οργανώσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο κάθε ευαίσθητος πολίτης - καταναλωτής του ανεπτυγμένου κόσμου μπορεί να αποδεικνύει την οικολογική του ευαισθησία και τελικά να εξαγοράζει τις όποιες ενοχές του που μπορεί να προκύπτουν σε κάποιες αναλαμπές συνειδητοποίησης.
Τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό της ευρώπης, αλλά και σε κάποιους αντιπολιτευτικούς κύκλους στις ηπα, προπαγανδίζεται η δυνατότητα ενός πράσινου καπιταλισμού ο οποίος θα εξασφαλίσει τις συνθήκες για έναν νέο κύκλο κερδοφορίας και ανάπτυξης με το προσωπείο της παράλληλης προστασίας του περιβάλλοντος. Ο πράσινος καπιταλισμός δεν είναι βέβαια κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τον καπιταλισμό που γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί μια ενεργό ιδεολογία, ανάμεσα σε άλλες, που ευαγγελίζεται την μεταρρύθμιση κάποιων μόνο πτυχών του συστήματος αφήνοντας αναλλοίωτη την ίδια του την ουσία. Η λεηλασία της φύσης είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ουσίας και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σταματήσει. Οι πιο εξόφθαλμες μορφές της θα μεταφέρονται στην περιφέρεια και ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό θα συμβαίνει με το μανδύα της προστασίας του περιβάλλοντος. Παράλληλα με την προπαγάνδα περί πράσινου καπιταλισμού ήδη αναπτύσσεται και η ανάλογη αγορά. Προϊόντα και υπηρεσίες βαφτίζονται οικολογικά και κατά κύριο λόγο απευθύνονται στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις βρίσκοντας μεγάλη απήχηση. Η οικολογία γίνεται μόδα, ένα ανέξοδο καταναλωτικό στυλ ανάμεσα σε τόσα άλλα, και ως έννοια αποδομείται πλήρως και αποκόπτεται τόσο από τους πραγματικούς αγώνες του παρελθόντος και του παρόντος όσο και από μια βιωματική αναζήτηση της σχέσης ανθρώπου- φύσης. Η καταστροφή του περιβάλλοντος βαδίζει χέρι-χέρι με την εμπορευματοποίηση του και συντελείται μέσα από ολοκληρωτική αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση και τον ίδιο του τον εαυτό.
Η οικολογική κρίση βρίσκεται στην ίδια την ολότητα του πολιτισμού και της καπιταλιστικής μηχανής. Στις δομές, τους θεσμούς και τις εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις και ακόμα πιο πέρα, στις αντιλήψεις για τη φύση, τη ζωή και τον άνθρωπο που κυριαρχούν και εξελίσσονται χιλιάδες χρόνια τώρα και τοποθετούν τον άνθρωπο πάνω από το φυσικό κόσμο και νομιμοποιούν την εκμετάλλευσή του. Η ιστορική συγκυρία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και απαιτεί άμεση δράση. Το φάντασμα της καταστροφής του ανθρώπου και μεγάλου μέρους της ζωής όπως τη γνωρίζουμε μπορεί και να πλησιάζει, αλλά ή οργή, η απόγνωση, ο πόνος και η βιωμένη καταπίεση είναι ήδη αρκετά…
ΠΗΓΗ: http://www.blackout.gr/keimena/23