Περί του εμπορεύματος και των κοινωνικών σχέσεων που εκφράζει...

Αντιμετωπίζοντας τις υποκειμενικές εμπειρίες των σχέσεών μας με τα εμπορεύματα, ως το μόνο έγκυρο στοιχείο, η αστική οικονομία είναι σε θέση να αποφύγει την εξέταση των καταπιεστικών κοινωνικών σχέσεων που υπάρχουν πίσω από αυτές. Μια χρήσιμη οπτική για μας έχει την αντίθετη προσέγγιση, τη συνεχή αναζήτηση για το τί μας λένε οι υποκειμενικές μας εμπειρίες σχετικά με τις κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονται από πίσω τους και την αναζήτηση απελευθερωτικών τρόπων οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι θα πρέπει να προσεγγιστεί η κατανόηση των εμπορευμάτων όχι ως αντικείμενα, αλλά ως αποτελέσματα συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων.

Το εμπόρευμα ως μια στιγμή των φετιχοποιημένων κοινωνικών σχέσεων...

Με τον όρο εμπόρευμα αναφερόμαστε συνήθως σε ένα αγαθό ή μια υπηρεσία που παράχθηκε από τον άνθρωπο όχι για αυτοκατανάλωση, αλλά που προορίζεται για να καλύψει τις ανάγκες άλλων μέσω της αγοράς. Επειδή η αγορά είναι απρόσωπη (βλέπε το αόρατο χέρι) τείνει να μετατρέπει και τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέουν τους παραγωγούς και τους καταναλωτές σε απρόσωπες σε τέτοιο βαθμό που τις περισσότερες φορές η σχέση μεταξύ των ανθρώπων φαίνεται να μετατρέπεται σε σχέση μεταξύ πραγμάτων, των εμπορευμάτων.

Αυτό που ονομάζουμε φετιχισμό του εμπορεύματος (Φετιχισμός ονομάζεται η τάση "θεοποίησης" ορισμένων αντικειμένων, η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε αυτά, απρόσιτης αλλά επιβαλλόμενης στον άνθρωπο) οδηγεί στον κατακερματισμό του κοινωνικού πράττειν στο μυαλό των ανθρώπων (και όχι μόνο), καθώς το εμπόρευμα νοημένο ως πράγμα που ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα, τείνει να κυριαρχεί στις κοινωνικές σχέσεις και τους τρόπους με τους οποίους αυτές ρυθμίζονται. Φυσικά υπεύθυνοι για αυτό το "φαινόμενο" είναι οι άνθρωποι και η προσέγγιση που κάνουν και όχι μια έμφυτη ιδιότητα του προϊόντος - εμπορεύματος. Τις σχέσεις που "κρύβονται" πίσω από τις στιγμιαίες αγοραπωλησίες των εμπορευμάτων τις ονομάζουμε φετιχοποιημένες κοινωνικές σχέσεις.

Το εμπόρευμα ως μια μορφή του κεφαλαίου και ως συστατικό του κυκλώματός του...

Τα εμπορεύματα στις μέρες μας είναι συνήθως τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παράγονται από τους μισθωτούς εργάτες για λογαριασμό των αφεντικών με σκοπό να αυξήσουν αυτοί τα κεφάλαιά τους -αναπαράγοντας το κύκλο του κεφαλαίου ή με άλλα λόγια την κοινωνική σχέση άντλησης υπεραξίας και άρα εκμετάλλευσης- πουλώντας τα σε καταναλωτές σε μεγαλύτερη αξία από αυτή που τους κόστισαν.

Ο κύκλος του κεφαλαίου είναι ένα κύκλωμα μέσω του οποίου τα εμπορεύματα κινούνται συνεχώς για να παράγουν ολοένα και περισσότερη αξία. Το κεφάλαιο παίρνει διάφορες μορφές καθώς κινείται σε αυτό το κύκλωμα, μπορεί να είναι μετρητά, επιταγές, εργαλεία, εργοστάσια, πρώτες ύλες. Αλλά όλα αυτά είναι κεφάλαιο μόνο αν είναι μέρος του κυκλώματος. Τα λεφτά στην τσέπη ή ένα αχρησιμοποίητο εργοστάσιο δεν είναι κεφάλαιο εφόσον δεν είναι στο κύκλωμα, αλλά μπορούν να γίνουν αν μπουν σε αυτό. Το κύκλωμα αυτό μπορεί να παρουσιαστεί και σαν Χ –> Ε –> Χ+, όπου το Χ συμβολίζει το χρήμα και το Ε τα εμπορεύματα. Το εμπόρευμα είναι λοιπόν αναγκαίο οικονομικό κύτταρο για τον «καπιταλιστικό οργανισμό» και που χωρίς αυτό η ύπαρξη και η αναπαραγωγή του θα ήταν αδύνατη, ενώ παράλληλα η γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων βασίζεται στην αγορά και στην πώληση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος

Ας εξετάσουμε ένα πιο παραστατικό παράδειγμα για την κατανόηση των παραπάνω. Ένας καπιταλιστής επενδύει (αγορά πρώτων υλών, πληρωμή ενοικίων, μίσθωση υπαλλήλων) σε μια παραγωγική διαδικασία για να πάρει εμπορεύματα. Στο τέλος της ημέρας πουλάει τα εμπορεύματα και έχει περισσότερα χρήματα ως κεφάλαιο για μια νέα επένδυση. Αυτό το επιπλέον κέρδος, η υπεραξία, από τη διαδικασία είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτή η διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε τελική ανάλυση και που πρέπει συνεχώς να αναπαράγεται δημιουργώντας την λεγόμενη «ανάπτυξη». Εδώ θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το κίνητρο του κέρδους δεν είναι αποτέλεσμα απληστίας εκ μέρους του ατομικού καπιταλιστή, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή αν δε θέλει να χάσει τις επενδύσεις του και τη θέση του ως καπιταλιστής. Είναι και αυτός με άλλα λόγια ως ένα βαθμό αιχμάλωτος του κεφαλαίου.

Η ισότητα που διέπει στιγμιαία την ανταλλακτική σχέση και σε ένα βαθμό την αγορά εργασίας αποκρύπτει ως ένα βαθμό τον ανταγωνισμό στην παραγωγική διαδικασία, παρουσιάζοντας παράλληλα την σχέση εκμετάλλευσης ως σχέση ανισότητας και (πιθανής) αδικίας. Μία εστίαση της κριτικής μας συνεπώς στον καπιταλισμό μόνο στο θέμα της άντλησης υπεραξίας τείνει να εντείνει αυτή τη μυστικοποίηση. Θα πρέπει λοιπόν να μη παραβλέπουμε το γεγονός ότι το κεφάλαιο μέσω του διευθυντικού δικαιώματος του καπιταλιστή καθορίζει τις σχέσεις παραγωγής ευνουχίζοντας και καναλιζάροντας την ανθρώπινη δημιουργικότητα με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση της υπεραξίας μέσω της μισθωτής εργασίας. Το γεγονός τέλος, ότι η οικονομική ζωή κινείται με βάση την πιθανή κερδοφορία, δημιουργεί την τάση να προσανατολίζεται περισσότερο στην ευζωία αυτών που μπορούν να την πληρώσουν, παρά στις ανάγκες των φτωχών και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.

Υπό τον καπιταλισμό το εμπόρευμα και η διαδικασία παραγωγής του παρουσιάζονται και είναι εξωτερικά ως προς εμάς που τα παράγουμε και τις επιθυμίας μας. Ούτε ελέγχουμε τα αντικείμενα που παράγουμε, αλλά ούτε και τα αναγνωρίζουμε ως δικό μας έργο. Η ελεύθερη ροή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, η «γνήσια ανησυχία της ζωής», μένει παγιδευμένη μέσα στην παγιωμένη μορφή των πραγμάτων, των πραγμάτων που μας κυριαρχούν, που θρυμματίζουν την ενότητα της ζωής. Ωστόσο, αυτή η μορφή παρά τη φαινομενική της ουδετερότητα εμπεριέχει μία συνεχή ένταση, ένα συνεχή ανταγωνισμό ανάμεσα στο περιεχόμενο (το δημιουργικό πράττειν ως δυνατότητα) και τη μορφή (την μισθωτή/αφηρημένη εργασία ως εμπειρία). Το δημιουργικό πράττειν υποτάσσεται στην αφηρημένη εργασία, αλλά δεν εξαλείφεται απ’ αυτήν: υπάρχει σε συνεχή εξέγερση ενάντια στην αφηρημένη εργασία, υπάρχει στη μορφή της λανθάνουσας κρίσης της αφηρημένης εργασίας. Η γνήσια ανησυχία της ζωής βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε φετιχοποιημένες μορφές, σε σωρούς πραγμάτων, αλλά είναι πάντα εκεί, πάντα αναζητά να βγει στην επιφάνεια, ξεπερνώντας τους περιορισμούς της. Ο καπιταλισμός μπορεί να είναι μια φετιχοποιημένη και αλλοτριωμένη κοινωνία, αλλά ο λόγος χάρη στον οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτό το γεγονός και να οραματιστούμε μια απο-αλλοτριωμένη και απο-φετιχοποιημένη κοινωνία είναι το ότι αυτή η κοινωνία περιέχει εντός της την αντίθεσή της (Holloway, Κρίση, Φετιχισμός, Ταξική Σύνθεση).

Η ενεργή αναπαραγωγή των ρόλων και της εμπορευματικής σχέσης

Για την αναπαραγωγή της εμπορευματικής σχέσης χρειάζονται και οι δύο πόλοι του κοινωνικού ανταγωνισμού. Εργαζόμενοι για τον καπιταλισμό οι άνθρωποι δεν παράγουν μόνο εμπορεύματα, παράγουν ενεργητικά την ίδια τους την αλλοτρίωση. Κάθε φορά που θέτουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του κεφαλαίου κάθε φορά που πηγαίνουν στη δουλειά, που κοστολογούν τις δεξιότητες τους, που αυξάνουν την παραγωγικότητά τους, που πουλούν και αγοράζουν εμπορεύματα, κάθε φορά που καταναλώνουν διασκέδαση και ανθρώπινη επαφή, που υποκύπτουν στην ιδιώτευση και στον ανταγωνισμό με τους όμοιούς τους, ενισχύουν τον φετιχισμό. […] Το ότι συμμετέχουμε λοιπόν στην τομή του ίδιου μας του πράττειν, στην κατασκευή της ίδιας μας της υποταγής, το ότι συμβάλλουμε στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης σημαίνει συγχρόνως δύναμη και αδυναμία. Όσο συνυπεύθυνοι είμαστε για την εδραίωση του καπιταλισμού, τόσο αρμόδιοι είμαστε για τη συντριβή του (Ομάδα ενάντια στον εθνικισμό Φ.Υ., “ένας είναι ο εχθρός…” έθνος, αντιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα).

Ο ρόλος του χρήματος

Ο καπιταλισμός μετασχηματίζει τη ζωή σε κυνήγι του χρήματος. Ποιος είναι όμως ο ρόλος του χρήματος στην όλη διαδικασία, πέρα από συστατικό μέρος για την επέκταση του κυκλώματος του κεφαλαίου; Αρχικά θα προσεγγίσουμε το χρήμα πιο γενικά σύμφωνα με το «Φιλοσοφία του χρήματος» του Simmel:

«εν συντομία, η έκφραση και το εργαλείο μιας σχέσης της ανθρώπινης αλληλοεξάρτησης και «συσχέτισης» που καθιστούν την ικανοποίηση των επιθυμιών του ενός εξαρτώμενες στις επιθυμίες του άλλου και το αντίστροφο» ή με άλλα λόγια το χρήμα είναι «το εργαλείο στην καθαρότερη μορφή του», «από τη μία είναι ένα εξωτερικό αντικείμενο που λειτουργεί μηχανικά και από την άλλη είναι κάτι με το οποίο επίσης εμείς ενεργούμε […] το εργαλείο είναι ένα «όργανο» όπου η μορφή και η ύπαρξή του καθορίζονται από τον σκοπό (της δράσης) […] δεν είναι σκοπός το ίδιο». Αυτό που το χρήμα «διευκολύνει» δεν είναι η κατοχή των αντικειμένων, αλλά η ανταλλαγή του ενός με το άλλο».

Το χρήμα επίσης κατά μια άλλη έννοια είναι απρόσωπο μιας και προϋποθέτει και ενεργοποιεί σε αυτούς που το χρησιμοποιούν μια συμπεριφορά απόμακρη, ουδέτερη που ταιριάζει περισσότερο με αυτή του εργαλείου παρά με τη δέσμευση σε ένα σκοπό. Σύμφωνα με την περιγραφή του Gianfranco Poggi στο “Money and the Modern Mind: George Simmel's Philosophy of Money” ο Simmel φαίνεται να στοχάζεται πάνω σε μια συμβουλή που είχε κάποτε ακούσει και που έλεγε «Μην συναλλάσσεσαι χρηματικά με φίλους ή εχθρούς». «Στην πρώτη περίπτωση, ο αδιάφορος χαρακτήρας της συναλλαγής μπορεί να δημιουργήσει μια μη ελεγχόμενη «σύγκρουση» σε σχέση με την προσωπική σχέση, ενώ στη δεύτερη ο αδιάφορος αυτός χαρακτήρας δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην έκφραση κακών προθέσεων. Σύμφωνα λοιπόν με τη λογική του, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του άλλου χάνουν τη σημασία τους, μόλις ο άλλος εμφανίζεται απλά ως ένας εταίρος/συμμέτοχος σε μια ανταλλαγή αγαθών για χρήματα.

Η πραγμοποίηση στον καπιταλισμό εκκινά μέσα στις παραγωγικές του σχέσεις, από τον τρόπο με τον οποίον τα αφεντικά βλέπουν και μεταχειρίζονται τους εργάτες σαν πράγματα στο κυνήγι για την επίτευξη του κέρδους και ενσαρκώνεται στην καθημερινότητα των προλετάριων κατά τη διάρκεια της εργασίας τους (ο τρόπος με τον οποίο τους μεταχειρίζονται τα αφεντικά και που διευθύνεται η δουλειά τους). Με άλλα λόγια έχει να κάνει πρωτίστως με την «παράλογη» εμπειρία μέσα στο «κοινωνικό εργοστάσιο» και όχι με μια στάση που γεννιέται από τη λογική ή την πρακτική της (ανταλλακτικής) αγοράς.

Το χρήμα (μέσω της ισότητας που διέπει στιγμιαία την ανταλλακτική σχέση και σε ένα βαθμό την αγορά εργασίας) [φαίνεται να] ρευστοποιεί την ταξική σχέση και [σε ένα βαθμό να] τη μεταμορφώνει κάνοντας τη σχέση υποταγής/ανυποταξίας να φαίνεται ως σχέση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, σχέση ανισότητας μεταξύ αυτών που έχουν χρήμα και αυτών που δεν έχουν. Παράλληλα όμως, η εμπειρία των κοινωνικών σχέσεων με τη μορφή που αυτές παρουσιάζονται συνυπάρχει με την αντίθετη εμπειρία. Το χρήμα είναι χρήμα, ένα πράγμα. Αλλά το χρήμα βιώνεται επίσης ως δύναμη, ως ταξική σχέση, όσο ασαφής κι αν είναι αυτή η εμπειρία.

Είναι αυτό το βίωμα που μας οδηγεί σε αντιστραμμένες σκέψεις σαν του Ντωβέ ή του Λούκατς όπου το εργαλείο «αποφασίζει» για την πρακτική.

«…η ανταλλακτική σχέση καταστρέφει την κοινότητα. Κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους μόνο ως προμηθευτές αγαθών. H χρησιμότητα του προϊόντος που φτιάχνω με σκοπό την ανταλλαγή δεν με ενδιαφέρει πλέον. Με ενδιαφέρει μόνο η χρήση του προϊόντος που θα πάρω σε αντάλλαγμα. Αλλά και για αυτόν που μου το πουλάει, η χρήση που του κάνω εγώ δεν τον απασχολεί, αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αξία χρήσης αυτού που παρήγαγα. Ό,τι είναι αξία χρήσης για τον έναν είναι μόνο ανταλλακτική αξία για τον άλλον και αντιστρόφως. [ …] Με τη γέννηση της ανταλλαγής μέσα στην κοινότητα, η εργασία δεν είναι πλέον η ικανοποίηση των αναγκών από τη συλλογικότητα, αλλά το μέσο για να αποκτήσει κανείς από τους άλλους ό,τι ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες».

Στη συνεχώς επεκτεινόμενη σφαίρα της εμπορευματικής ανταλλαγής, τα υποκείμενα αναγκάζονται να συμπεριφέρονται ως απόμακροι παρατηρητές και όχι σαν πρωταγωνιστές της κοινωνικής ζωής (το ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνουν τα πράγματα), επειδή ο αμοιβαίος υπολογισμός του όφελους που μπορεί να κερδίσει κάποιος σε σχέση με τους άλλους απαιτεί μια (κερδοσκοπική) λογική και χωρίς συναισθήματα στάση. Αυτού του είδους η συμπεριφορά γίνεται “δεύτερη φύση” και καθορίζει την συμπεριφορά του ατόμου σε όλο το φάσμα της καθημερινότητάς του. Υπό αυτές τις συνθήκες, το άτομο αρχίζει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του σαν να αποτελείται από δοσμένα πράγματα, ακόμα και αν αυτό δεν εμπλέκεται στην εμπορευματική ανταλλαγή. «μόλις κάποιος παίρνει μόνιμα το ρόλο του συμμέτοχου στην ανταλλαγή, γίνεται ένας “αποσπασμένος παρατηρητής” που η ύπαρξή του “μειώνεται σε ένα απομονωνομένο συστατικό που τρέφει ένα ξένο σύστημα” (Λούκατς, «Ιστορία και ταξική συνείδηση»).

Αντίθετα, ο Μαρξ αναγνώριζε ότι σε μια «πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας», η οποία «μόλις αναδύεται από την καπιταλιστική κοινωνία [και γι' αυτό] από κάθε άποψη, οικονομική, ηθική, διανοητική, εξακολουθεί να φέρει τα στίγματα της παλιάς τάξης από την οποία γεννήθηκε» (Κριτική τού προγράμματος τής Γκότα) ότι ο εργαζόμενος «παίρνει από την κοινωνία ένα μπόνους το οποίο πιστοποιεί ότι παρείχε το τάδε ποσό εργασίας (αφού αφαιρεθεί η εργασία που πραγματοποιείται για τούς κοινούς πόρους) και, με αυτό το μπόνους, παίρνει από τα κοινωνικά αποθέματα ακριβώς τόσα αντικείμενα κατανάλωσης όσα τού κόστισε η εργασία του».

O Mαρξ λέει ότι η κομμουνιστική κοινωνία θα χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό το επίπεδο θα κάνει την ανθρωπότητα ικανή να σταματήσει τη μέτρηση βάσει του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Παρόλα αυτά θα χρειάζεται κάτι για να εξετάζουμε προσεκτικά τη σχετική σημασία που θα αποδίδεται στον ένα ή τον άλλο κλάδο. O υπολογισμός δε θα γίνεται βάσει του κοινωνικού κόστους του προϊόντος, αλλά βάσει της ικανοποίησης των διαφόρων αναγκών. «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δε σημαίνει, σύμφωνα με τον Mαρξ, ότι «τα πάντα» θα υπάρχουν «εν αφθονία»· η έννοια της απόλυτης «αφθονίας» είναι ανιστορική. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος υπολογισμού και επιλογής, όχι στη βάση της ανταλλακτικής αξίας, αλλά στη βάση της αξίας χρήσης, της κοινωνικής χρησιμότητας του υπό εκτίμηση προϊόντος (Ντωβέ, Έκλειψη κι επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος).
O Mαρξ ήταν αρκετά σαφής επ' αυτού στην Aθλιότητα της Φιλοσοφίας: «Σε μια μελλοντική κοινωνία, όπου θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές αντιθέσεις, όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις [...] ο χρόνος παραγωγής που θα αφιερώνεται στα διάφορα αντικείμενα θα καθορίζεται από το βαθμό της κοινωνικής τους χρησιμότητας» (Dauvé, Έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος).
Και συνέχιζε: «Προφανώς εδώ ισχύει η ίδια αρχή που βασιλεύει στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για ανταλλαγή ισοδυνάμων. Όμως το βάθος και η μορφή αλλάζουν, επειδή έχουν αλλάξει οι συνθήκες: κανείς δεν θα μπορεί να προσφέρει κάτι άλλο από την εργασία του και άλλωστε τίποτα δεν μπορεί να γίνει ιδιοκτησία των ατόμων, εκτός από τα προσωπικά μέσα κατανάλωσης»
(Ιωαννίδης, Σχόλια πάνω στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ «Έκλειψη κι επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος»)

Είναι πολύ γνωστές οι σελίδες από την Kριτική του Προγράμματος της Γκότα, όπου ο Mαρξ εξηγεί ότι:

«μέσα στη συνεταιριστική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους· το ίδιο και η εργασία που καταναλώθηκε στην παραγωγή προϊόντων δεν εμφανίζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σα μια εμπράγματη ιδιότητα που αυτά έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, η ατομική εργασία υπάρχει άμεσα κι όχι πια έμμεσα σα συστατικό στοιχείο της συνολικής εργασίας».

Συνεπώς, αντίθετα με τον Ντωβέ, για τον Μαρξ η ύπαρξη ανταλλαγής γενικά δεν συνταυτίζεται αναγκαστικά με την ύπαρξη καπιταλισμού και εμπορευματικής ανταλλακτικής αξίας, έστω κι αν για κάποιο χρονικό διάστημα η αναδυόμενη κομμουνιστική κοινωνία υιοθετεί αναγκαστικά την «ίδια αρχή» που ισχύει στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Ούτε ακόμα και η ύπαρξη ενός «μπόνους»-ανταλλακτικού ισοδύναμου συνταυτίζεται, κατ' αυτόν, με το καπιταλιστικό χρήμα. Η ανταλλαγή, ακόμα και η μορφή-«μπόνους», αλλάζουν σε μορφή και σε βάθος όταν αλλάζουν οι συνθήκες και εγκαθιδύεται η κοινοκτησία τών μέσων παραγωγής - μια σκέψη που απορρέει πολύ λογικά από το γεγονός οτι, για τον Μαρξ, η «αξία» θεμελιώνεται στο «χωρισμό των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής» και όχι στην ανταλλαγή γενικά. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ δεν σκέφτεται τη σχέση περιεχομένου-μορφής τόσο μονοκόμματα και δεν διστάζει να ονομάσει «κομμουνιστική» μια κοινωνία όπου η ανταλλαγή συνεχίζεται μεν αλλά στη βάση πλέον αυτής της κοινοκτησίας (Ιωαννίδης, Σχόλια πάνω στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ «Έκλειψη κι επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος»).

Το "εμπόρευμα" έξω από τη λογική του κεφαλαίου ως μέρος των τρόπων ρύθμισης των διαυγών κοινωνικών σχέσεων αμοιβαίου όφελους για το πέρασμα από την αυτονομημένη οικονομία στην οικονομία της αυτονομίας.

Πίσω από την φαινομενικά ολοκληρωτική κυριαρχία της ανταγωνιστικής κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο, υπάρχει ένα πλήθος εγχειρημάτων και συμπεριφορών που εκφράζουν όχι μόνο μια άρνηση του υπάρχοντος κόσμου, αλλά πάνω από όλα μια διάθεση να οικοδομηθεί μια ποιοτικά διαφορετική κοινωνική σχέση. Αυτό το «κάτι άλλο» που αυτές οι πράξεις ψάχνουν να δημιουργήσουν είναι παρόν στις πράξεις αυτές μόνο μερικά (επειδή η σημερινή κατάσταση τους το απαγορεύει), είναι όμως πολύ χρήσιμες γιατί λειτουργούν ως κάλεσμα για μια γενικευμένη δράση μέσω της οποίας οι άνθρωποι θα πάρουν τη σχέση τους με τον κόσμο στα ίδια τους τα χέρια.

Ο πυρήνας αυτών των εγχειρημάτων έγκειται στη συνδιαμόρφωση σχέσεων παραγωγής βασισμένων στην αλληλεγγύη προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες μιας εκκολαπτόμενης συλλογικότητας ανθρώπων. Μέσα από ένα πλέγμα διαφόρων μορφωμάτων, όπου οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν ποιος, που και με ποιο τρόπο παρήγαγε, ποιες είναι οι ανάγκες, οι προβληματισμοί, οι ιδέες του άλλου και σε μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία εφαρμογής των ιδεών στην πράξη, οι συμμετέχοντες αξιώνουν να γίνουν οι κύριοι της διαδικασίας παραγωγής της υλικής ζωής, όχι μόνο τυπικά όντας συλλογικοί ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, αλλά και ουσιαστικά• καταργώντας τις ταξικές-διευθυντικές αντιθέσεις και την εργασία ως αποξενωμένη, εξωτερικοποιημένη δραστηριότητα που τους μετατρέπει σε απλά γρανάζια μιας μηχανής που λειτουργεί με γνώμονα τους δικούς της νόμους. Μιλάμε δηλαδή για εγχειρήματα όπου ο σκοπός της παραγωγής δεν είναι η συσσώρευση αξίας (συνεπώς εκτός της λογικής του κεφαλαίου), αλλά η παραγωγή για την ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών, όπου ο χρόνος παραγωγής και τα μέσα που θα αφιερώνονται για αυτήν θα καθορίζεται από το βαθμό της κοινωνικής τους χρησιμότητας (αξία χρήσης).

Στις περιπτώσεις που κρίνεται από την ίδια την κοινότητα αναγκαία η ύπαρξη κάποιου αντιτίμου, η ανταλλαγή μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να διασπά την κοινότητα των παραγωγών και των χρηστών, στο βαθμό που οι λόγοι που βρίσκονται πίσω από αυτή την απόφαση θα είναι δημόσια διαβουλευμένοι και η όλη διαδικασία θα είναι ανοιχτή συνεχώς για επιπρόσθετη συνδιαμόρφωση, ώστε να ευνοεί την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και αμοιβαίου όφελους μεταξύ όλων των εμπλεκομένων.

Το πρωτόλειο οργανωτικό σχήμα για το πέρασμα από την αυτονομημένη οικονομία στην οικονομία της αυτονομίας και άρα για την κοινωνική αυτοδιαχείριση είναι οι κολεκτίβες εργασίας στα πλαίσια του κινήματος της αλληλέγγυας οικονομίας* που αντικαθιστούν τη λειτουργία των επιχειρήσεων ως ανταγωνιζόμενους πόλους συσσώρευσης αξίας (άναρχη παραγωγή) με την "παραγωγή αναρχίας" ;-)

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όμως απαιτείται σκληρή δουλειά και συλλογικός αγώνας μέσα και έξω από τους χώρους εργασίας, ένα πλατύ κοινωνικό κίνημα. Μια «επανάσταση της καθημερινής ζωής» για τους καθημερινούς ανθρώπους (και όχι μόνο για ήρωες/ασκητές) που δεν αρκούνται στην γκρίνια και την καταγγελία, αλλά παίρνουν τις ζωές στα χέρια τους διεκδικώντας τη συλλογική και ατομική τους αυτονομία.

--------------
*Η αλληλέγγυα οικονομία σε γενικές γραμμές αναφέρεται στη μορφή οικονομικής συνεργασίας που ξεκινάει από τα κάτω συνδέοντας οριζόντια διάφορες τοπικές εναλλακτικές σε ένα ορατό, δημιουργικό δίκτυο αντίστασης στην οικονομία της αγοράς. Είναι μία διαδικασία αλλαγής στην πράξη και στο σήμερα της οικονομικής δραστηριότητας (με τις αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται) και όχι κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο οικονομικής οργάνωσης, για την ορθότητα του οποίου οι άνθρωποι πρέπει να πειστούν (ή ακόμα χειρότερα να αναγκαστούν) και να το ακολουθήσουν.