Οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί καφέ
Το κίνημα των Zαπατίστας
Η πολιτεία Τσιάπας, στον νότο του Μεξικού, είναι μία από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας. Από τους τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους, περίπου το ένα τρίτο είναι ιθαγενείς. Απόγονοι των Μάγιας και των Ολμέκων, πολιτισμών με ιστορία χιλιάδων χρόνων στην Κεντρική Αμερική, οι αυτόχθονες της Τσιάπας έζησαν και άντεξαν εδώ και πέντε αιώνες τη συστηματική γενοκτονία στην αρχή, την εκμετάλλευση και τον απάνθρωπο ρατσισμό στη συνέχεια. Το τέλος της αποικιοκρατίας στο Μεξικό, στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν αφορούσε αυτούς: παρέμειναν παρίες του μεξικανικού κράτους, άνθρωποι χωρίς δικαιώματα και στοιχειώδεις υποδομές, ξεχασμένοι και αόρατοι.
Την πραγματικότητα αυτή, όμως, δεν την υπέμειναν στωικά: η ιστορία της περιοχής είναι πλούσια σε εξεγέρσεις. Πρόσφατα, την 1η Ιανουαρίου 1994, ύστερα από δέκα χρόνια σιωπηρής προετοιμασίας, χιλιάδες ένοπλοι ιθαγενείς, οργανωμένοι στον Εθνικοαπελευθερωτικό Ζαπατιστικό Στρατό (EZLN), κατέλαβαν τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της πολιτείας, φωνάζοντας «Φτάνει πια!» και απαιτώντας «δημοκρατία, ελευθερία και δικαιοσύνη», όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά για όλους τους Μεξικανούς.
Η απάντηση του μεξικανικού στρατού ήταν άμεση. Οι Ζαπατίστας αναδιπλώθηκαν στην ενδοχώρα, όμως η ισχυρή αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο ανάγκασε το κράτος να υπογράψει εκεχειρία μαζί τους. Βάζοντας τα τουφέκια σε δεύτερη μοίρα, οι Ζαπατίστας χρησιμοποιούν από τότε ένα άλλο όπλο, ακόμη πιο ισχυρό: τον λόγο τους, που έχει εμπνεύσει κινήματα σε όλο τον πλανήτη και πολλοί ισχυρίζονται ότι αποτέλεσε την αφετηρία του κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παράλληλα, οικοδομούν στις περιοχές που ελέγχουν τον δικό τους κόσμο: με αυτόνομη διακυβέρνηση («κυβερνάμε υπακούοντας»), αυτόνομα συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και δικαιοσύνης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στήσουν αυτόνομες παραγωγικές και οικονομικές δομές.
Η οικονομική σημασία του καφέ
Το Μεξικό συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες χώρες παραγωγής καφέ (κατέχει την έβδομη θέση παγκοσμίως). Οι κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες στην Τσιάπας, που ευνοούν την καλλιέργεια του φυτού, έχουν καταστήσει την πολιτεία τη μεγαλύτερη καφεπαραγωγό περιοχή της χώρας, με την τοπική παραγωγή να ξεπερνά το 25% του εθνικού συνόλου, ενώ από άποψη ποιότητας ο καφές της Τσιάπας θεωρείται από τους καλύτερους στον κόσμο.
Ο καφές έχει τεράστια αξία ως εμπόρευμα: με ετήσιο οικονομικό κύκλο άνω των 70 δισ. δολαρίων, κατέχει τη δεύτερη θέση, πίσω μόνο από το πετρέλαιο, στις οικονομικά σημαντικότερες πρώτες ύλες. Περίπου 25 εκατομμύρια μικροπαραγωγοί παγκοσμίως ζουν από την καλλιέργειά του, ενώ, αν συνυπολογιστούν οι οικογένειές τους και οι περιφερειακές θέσεις εργασίας (συγκομιδή, επεξεργασία, εμπορία), είναι εκατοντάδες εκατομμύρια οι άνθρωποι που εξαρτώνται οικονομικά από τον καρπό αυτό.
Τα οφέλη του «καφέ χρυσού», όμως, δεν κατανέμονται διόλου ισότιμα σε όσους εμπλέκονται στον οικονομικό του κύκλο. Από τον τεράστιο τζίρο που αποφέρει το προϊόν, μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι εισπράττεται από τους παραγωγούς: το σύνολο σχεδόν πηγαίνει στους διάφορους μεσάζοντες εμπορίας και επεξεργασίας του καφέ, κυρίως στις μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν την αγορά. Παρότι αυτή η ανισότητα ίσχυε ιστορικά, την τελευταία εικοσαετία έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Ακολουθώντας το νεοφιλελεύθερο ρεύμα της εποχής, το 1989 καταργήθηκαν οι προστατευτικές ρυθμίσεις της Παγκόσμιας Συμφωνίας για τον Καφέ. Παράλληλα, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρείχαν γενναιόδωρα δάνεια για την ανάπτυξη της καλλιέργειας καφέ σε χώρες που μέχρι τότε δεν παρήγαν (όπως το Βιετνάμ), με αποτέλεσμα να υπάρξει υπερπροσφορά του προϊόντος. Οι τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια κατέρρευσαν και έκτοτε, παρά τις παροδικές αναλαμπές, κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Η μέση τιμή του καφέ arabica στο χρηματιστήριο πρώτων υλών της Νέας Υόρκης ήταν για την περίοδο 1976-1989 στα 3,30 δολάρια το κιλό. Για την περίοδο 1990-2005 έπεσε στα 2,20 δολάρια το κιλό. Αν συνυπολογιστεί η απώλεια της αξίας του δολαρίου λόγω του πληθωρισμού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι παραγωγοί είδαν την αξία του προϊόντος τους να πέφτει κάτω από το μισό.
Αυτή η λεγόμενη «κρίση του καφέ», πάντως, δεν επηρέασε τις εταιρείες εμπορίας και διακίνησης. Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες πολυεθνικές του καφέ γνώρισαν σημαντική αύξηση κερδών: η μείωση της τιμής της πρώτης ύλης δεν μεταφέρθηκε στους καταναλωτές, αλλά στους μετόχους τους. Από την άλλη, οι μικροκαλλιεργητές ήρθαν αντιμέτωποι με μια πραγματική καταστροφή, ιδιαίτερα στην Κεντρική Αμερική. Καθώς το εισόδημά τους δεν επαρκούσε πια ούτε για να καλύψει το κόστος παραγωγής, εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στις ΗΠΑ. Χιλιάδες «εξαφανίστηκαν» προσπαθώντας να περάσουν τη νεκρή ζώνη των συνόρων ΗΠΑ - Μεξικού. Επιπλέον, η πτώση της τιμής επέδρασε αλυσιδωτά σε ολόκληρη την οικονομική ζωή των χωρών της περιοχής, που αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από τις εξαγωγές του προϊόντος.
Ο ιθαγενής πληθυσμός της Τσιάπας χτυπήθηκε ακόμη πιο άγρια από την κρίση. Αποκλεισμένοι από την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα του Μεξικού, η καλλιέργεια του καφέ (ή τα μεροκάματα στη συγκομιδή του σε άλλες φυτείες) ήταν στην ουσία το μόνο τους εισόδημα. Στην περιοχή αυτή, οι μεσάζοντες (τα λεγόμενα «τσακάλια») το 1993 έφτασαν να πληρώνουν μόλις 8 πέσο (60 λεπτά του ευρώ) για ένα κιλό καφέ, τη στιγμή που η τιμή μεταπώλησής του στην Ευρώπη ξεπερνούσε τα 10 ευρώ. Είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι η οργή για την κατάρρευση της τιμής του καφέ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους ιθαγενείς της Τσιάπας. Όσοι δεν παράτησαν τις φυτείες και τις οικογένειές τους για να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, άρχισαν να εισρέουν μαζικά στον ζαπατιστικό στρατό και την 1η Γενάρη του 1994 κάλυψαν τα πρόσωπά τους και άδραξαν τα όπλα για να ακουστεί επιτέλους ο λόγος τους.
Η οργάνωση των ζαπατιστικών συνεταιρισμών
Μετά την εξέγερση και καθώς τα αιτήματα των εξεγερμένων ιθαγενών για αναγνώριση της κουλτούρας και των συλλογικών πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων τους δεν ικανοποιούνταν από τη μεξικανική κυβέρνηση, ο αγώνας τους μπήκε σε ένα νέο στάδιο: την οικοδόμηση της αυτονομίας τους απέναντι στο μεξικανικό κράτος.
Στο κίνημα συμμετείχαν χιλιάδες ιθαγενείς παραγωγοί καφέ με εμπειρίες από προγενέστερη συμμετοχή τους σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι δεν περιορίζονταν μόνο στην αναζήτηση οικονομικών διεξόδων για τα μέλη τους. Ως αποτέλεσμα των εμπειριών αυτών και των νέων σχέσεων που εξαρχής καλλιέργησε ο ζαπατιστικός στρατός με το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης, δεν άργησε να πέσει στο τραπέζι η πρόταση ίδρυσης του πρώτου ζαπατιστικού συνεταιρισμού καφέ. Σκοπός των παραγωγών ήταν να εξασφαλίσουν έναν εναλλακτικό τρόπο διάθεσης και εξαγωγής του καφέ, ο οποίος θα τους επέτρεπε να αποφύγουν την ολέθρια εξάρτησή τους από τα «τσακάλια» και την απρόβλεπτη παγκόσμια αγορά. Στο κάλεσμά τους για διαμόρφωση μιας «άλλης» αγοράς καφέ με πιο αξιοπρεπείς όρους για τους παραγωγούς, ανταποκρίθηκαν γρήγορα μικρά καφεκοπτεία από τις ΗΠΑ με συνεταιριστική δομή και προοδευτικό πολιτικό προσανατολισμό, αλλά και αλληλέγγυες συλλογικότητες και άνθρωποι που δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπορική εμπειρία.
Η πρώτη κοοπερατίβα καφέ με μέλη αποκλειστικά Ζαπατίστας ήταν η Mut Vitz (Το βουνό των πουλιών) στην περιοχή Σαν Χουάν δε λα Λιμπερτάδ, στα Υψίπεδα της Τσιάπας. Η Mut Vitz ιδρύθηκε το 1997 από 200 παραγωγούς καφέ, ενώ το 1999 πραγματοποίησε την πρώτη πώληση και εξαγωγή περίπου 35 τόνων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ο καφές πουλήθηκε στην τιμή που καθορίζουν οι οργανισμοί του «δίκαιου εμπορίου», η οποία εκείνη την εποχή ειδικά ήταν πολύ υψηλότερη από αυτήν της αγοράς. Έτσι, τα μέλη του συνεταιρισμού πληρώθηκαν μια σχετικά αξιοπρεπή τιμή, υπερδιπλάσια αυτής που έδιναν τα «τσακάλια».
Το πείραμα της Mut Vitz αποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένο. Σε τρία μόνο χρόνια πενταπλασιάστηκε η ποσότητα εξαγωγής, ενώ τα μέλη της αυξήθηκαν σημαντικά, καθώς όλο και περισσότεροι παραγωγοί Ζαπατίστας εντάχθηκαν στην κοοπερατίβα. Με απόφαση όμως των παραγωγών, ο συνεταιρισμός επέλεξε να μη δεχτεί νέα μέλη μέχρις ότου όλοι οι παραγωγοί του ολοκληρώσουν το μεταβατικό στάδιο των τριών ετών για τη βιολογική πιστοποίηση του καφέ. Έτσι, δεν άργησε να ξεπηδήσει ένας νέος συνεταιρισμός στο Παντελχό, στα Υψίπεδα, τον οποίο ίδρυσαν το 2001 όσοι Ζαπατίστας δεν έγιναν άμεσα δεκτοί από τη Mut Vitz. Ονομάζεται Yachil Xojobal Chulchan (Το νέο φως του ουρανού) και ιδρυτικά του μέλη ήταν 328 παραγωγοί. Το 2002 εξήγαγε το πρώτο κοντέινερ καφέ στην «αλληλέγγυα αγορά», ενώ τα επόμενα χρόνια αυξήθηκε σημαντικά τόσο η ποσότητα του καφέ που παράγει όσο και ο αριθμός των παραγωγών ζαπατίστας που συμμετέχουν σε αυτόν.
Ο τρίτος ζαπατιστικός συνεταιρισμός καφέ που λειτουργεί στην Τσιάπας και εξάγει καφέ μέσω του αλληλέγγυου δικτύου διάθεσης στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ο Yochin Tayel Kinal (Αρχίζοντας να δουλεύουμε τη νέα γη), που έχει την έδρα του στο Αλταμιράνο και υπάγεται στο Συμβούλιο Καλής Διακυβέρνησης της Μορέλια. Ιδρύθηκε το 2002 και πραγματοποίησε την πρώτη εξαγωγή καφέ το 2003. Στον συνεταιρισμό αυτό συμμετείχαν πρόσκαιρα και 800 περίπου παραγωγοί από τη ζώνη του Ρομπέρτο Μπάρριος, οι οποίοι, αφού απέκτησαν την απαραίτητη τεχνογνωσία, οργανώθηκαν το 2007 αυτόνομα σε έναν νέο, τέταρτο συνεταιρισμό, τον Ssit Lequil Lum (Τα φρούτα της μητέρας γης), ο οποίος πραγματοποίησε την πρώτη του εξαγωγή την άνοιξη του 2008.
Οι συνεταιρισμοί έχουν ως ανώτατο όργανό τους τη γενική συνέλευση των παραγωγών, που συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως και κάθε τρία χρόνια εκλέγει νέο διοικητικό συμβούλιο. Συνολικά εντάσσονται σε αυτούς περίπου 2.500 παραγωγοί, ενώ η ποσότητα καφέ που διοχετεύουν στα αλληλέγγυα δίκτυα διάθεσης ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες τόνους, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χρονιάς. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ζαπατιστικού κινήματος και, ως εκ τούτου, συνεργάζονται με τις πολιτικές δομές του κινήματος, τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, σεβόμενοι τις αποφάσεις τους, οι οποίες στοχεύουν στο ευρύτερο συμφέρον των αυτόνομων δομών και των κοινοτήτων.
Οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί καφέ είναι ίσως το πιο χειροπιαστό παράδειγμα ανάπτυξης εναλλακτικών και αυτόνομων οικονομικών δομών στην Τσιάπας. Μέσω της λειτουργίας τους, οι παραγωγοί δεν εξαρτώνται πια από τις «ορέξεις» και τα σκαμπανεβάσματα της τοπικής και παγκόσμιας αγοράς. Μέσω της συλλογικής οργάνωσης και της συνεργασίας με τα αλληλέγγυα δίκτυα διάθεσης, εισπράττουν μια τιμή για το προϊόν τους που καλύπτει τα έξοδα παραγωγής και τους αποφέρει ένα στοιχειώδες εισόδημα, το οποίο βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο. Παράλληλα, αποκτούν πρόσβαση σε κοινές υποδομές και τεχνική υποστήριξη. Δεν είναι, όμως, μόνο οι παραγωγοί καφέ που επωφελούνται. Όσο οι συνεταιρισμοί αναπτύσσονται και βελτιώνουν τη λειτουργία τους, μπορούν και συνεισφέρουν ένα ποσοστό των εσόδων στα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, ώστε να επενδυθεί στα αυτόνομα προγράμματα εκπαίδευσης, υγείας και άλλων κοινοτικών υποδομών. Από την άλλη, οι ομάδες και οργανώσεις που συμμετέχουν στα αλληλέγγυα δίκτυα διάθεσης παρέχουν επίσης ένα μέρος των εσόδων τους από την πώληση του καφέ για τους ίδιους σκοπούς. Με τον τρόπο αυτό, οι συνεταιρισμοί καφέ λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη του ζαπατιστικού κινήματος.
Στον μέχρι τώρα δρόμο τους, οι συνεταιρισμοί αντιμετώπισαν, και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν, σημαντικές δυσκολίες. Η οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής οργανωτικής δομής που, παράλληλα, θα σέβεται τον οριζόντιο και αμεσοδημοκρατικό πολιτικό προσανατολισμό του ζαπατιστικού κινήματος, ήταν αρχικά το πιο δύσκολο στοίχημα, το οποίο φαίνεται σταδιακά ότι κερδίζουν. Αρνούμενοι συνειδητά να δεχτούν οποιαδήποτε βοήθεια από το μεξικανικό κράτος και μόνο με τη στήριξη ανεξάρτητων και αλληλέγγυων οργανώσεων του Μεξικού, έχουν καταφέρει να αντεπεξέρχονται ικανοποιητικά στις τεχνικές και γραφειοκρατικές απαιτήσεις, προχωρώντας ταυτόχρονα στην υλοποίηση έργων υποδομής, όπως χώρους αποθήκευσης και προεπεξεργασίας του καφέ. Το μεγαλύτερο εμπόδιο αυτόν τον καιρό εστιάζεται στην επιθετική στάση των μεξικανικών αρχών, με αποκορύφωμα την επιβολή, το 2007, ενός εξοντωτικά υψηλού προστίμου στη Mut Vitz, με πρόσχημα φορολογικές παρατυπίες. Στον ορίζοντα φαίνεται να προβάλλουν νέες δυσκολίες και νέα στοιχήματα. Το πώς, σε συνεργασία με τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, θα αντιμετωπίσουν τις πιθανές δυσκολίες του μέλλοντος, θα το δείξει ο χρόνος. Μέχρι τότε, θα «προχωρούν ρωτώντας» ή, όπως θα έλεγε κάποιος από τους ίδιους τους ιθαγενείς, «δοκιμάζουμε και βλέπουμε».
Το δίκτυο διακίνησης στην Ευρώπη
Η πρώτη εισαγωγή ζαπατιστικού καφέ στην Ευρώπη έγινε το 1999 από ομάδες αλληλεγγύης στην Ελβετία, και σύντομα πάρθηκαν ανάλογες πρωτοβουλίες και σε άλλες χώρες. Σήμερα, ο ζαπατιστικός καφές διακινείται σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες (Ελβετία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, Αγγλία, Σουηδία, Νορβηγία και Ελλάδα) από μια πληθώρα συλλογικοτήτων.
Τα τοπικά εγχειρήματα συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός οριζόντιου δικτύου, του RedProZapa (Δίκτυο Προώθησης των Ζαπατιστικών Προϊόντων), το οποίο συνευρίσκεται σε συνελεύσεις δύο φορές τον χρόνο σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη. Καθώς κάθε συλλογικότητα διαφέρει ως προς το μέγεθος αλλά και ως προς τη φιλοσοφία της, το δίκτυο έχει καθαρά συντονιστικό χαρακτήρα και κάθε εγχείρημα διατηρεί την αυτονομία του. Λειτουργεί κυρίως ως χώρος αλληλενημέρωσης και αλληλοβοήθειας, ανταλλαγής εμπειριών και προβληματισμών, καθώς και ανάληψης κοινών πρωτοβουλιών στήριξης των συνεταιρισμών της Τσιάπας.
Το βασικό στοιχείο που τις ενώνει είναι η πολιτική αλληλεγγύη στον ζαπατιστικό αγώνα. Οι περισσότερες, άλλωστε, ξεπήδησαν μέσα από το αντίστοιχο κίνημα αλληλεγγύης. Η πώληση του καφέ αποσκοπεί στην έμπρακτη στήριξη των παραγωγικών δομών που οργανώνονται στην Τσιάπας, ενώ όλες οι ομάδες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πραγματοποιούν και άλλες δραστηριότητες: ενημερωτικές εκδόσεις, καμπάνιες οικονομικής στήριξης, συμμετοχή σε ευρύτερες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης κ.λπ.
Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, ο βαθμός εμπλοκής και ο τρόπος συμμετοχής στην εμπορική διαδικασία ποικίλλουν για κάθε εγχείρημα. Κάποιες συλλογικότητες επιλέγουν μια καθαρά αλληλέγγυα προσέγγιση, διακινώντας τον καφέ χέρι με χέρι έξω από κάθε επίσημη οικονομική δομή, και επιστρέφουν το οικονομικό πλεόνασμα αυτούσιο στα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης. Άλλες έχουν στήσει εναλλακτικά εμπορικά μορφώματα, τόσο για να στηρίξουν την εισαγωγή του καφέ και τη μαζική διακίνησή του όσο και ως μια απόπειρα διατύπωσης μιας άλλης πρότασης γενικότερα για το εμπόριο.
Άλλο κοινό χαρακτηριστικό των συλλογικοτήτων του δικτύου είναι η προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο άμεση επικοινωνία με τους συνεταιρισμούς, πολύ πέρα από μια τυπική εμπορική συναλλαγή. Αν και πρακτικά δύσκολη, η επικοινωνία αυτή υλοποιείται ηλεκτρονικά, μέσω συχνών επισκέψεων στην Τσιάπας, αλλά και –πιο αραιά– μέσω κοινών συναντήσεων των συνεταιρισμών καφέ, των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης και των αλληλέγγυων ομάδων διακίνησης. Παρά τις διαφορετικές κουλτούρες και πραγματικότητες, έχουν γίνει πολλά βήματα ώστε διάφορα σημαντικά ζητήματα, όπως η τιμή αγοράς του καφέ, οι απαιτούμενες πιστοποιήσεις κ.λπ., να διευθετούνται από κοινού.
Ο Σπόρος συμμετέχει στο RedProZapa από το 2005. Ξεκινήσαμε να προμηθευόμαστε τον καφέ από την Café Libertad, μία από τις πρώτες ομάδες διακίνησης, που εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας. Δημιουργήθηκε το 2000 από μέλη της ομάδας αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας της γερμανικής αναρχοσυνδικαλιστικής ομοσπονδίας FAU, διακινώντας αρχικά εθελοντικά τον καφέ σε πολιτικούς χώρους. Στη συνέχεια, οργανώθηκαν σε συνεταιρισμό και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μαζικό, αλλά αυτόνομο δίκτυο πώλησης του καφέ έξω από τα επίσημα εμπορικά κυκλώματα. Ο συνεταιρισμός είναι μη κερδοσκοπικός και με το πλεόνασμα από την πώληση του καφέ καταφέρνει να αγοράζει κάθε χρόνο μεγαλύτερη ποσότητα καφέ, να ενισχύει με ένα ποσοστό της τιμής πώλησης προγράμματα αλληλεγγύης και να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Επίσης, εκδίδει ένα περιοδικό, καθώς και άλλο έντυπο υλικό για τον ζαπατιστικό αγώνα.
Την άνοιξη του 2008, ο Σπόρος πραγματοποίησε την πρώτη του απευθείας εισαγωγή καφέ, από τον συνεταιρισμό Ssit Lequil Lum, με την επιδίωξη να έρθουμε σε πιο άμεση επαφή και να εμπλακούμε περισσότερο στην όλη διαδικασία. Σε συνεργασία με ένα μικρό οικογενειακό καφεκοπτείο, σημαντικό τμήμα του καφέ που διακινούμε ψήνεται και συσκευάζεται στην Αθήνα.
Καλά όλα αυτά, αλλά ο καφές τι λέει;
Ο καφές που παράγουν οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί ανήκει στην ποικιλία arabica, ανώτερη ποιοτικά από την ποικιλία robusta που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Έχει τη μισή περιεκτικότητα σε καφεΐνη και διαθέτει πιο πλούσια γεύση και απαλό άρωμα. Η καλλιέργειά του γίνεται σε περιοχές με υψόμετρο άνω των 600 μέτρων και έντονη υγρασία, συνθήκες που θεωρούνται ιδιαίτερα ενισχυτικές της ποιότητάς του.
Τα δενδρύλλια του καφέ καλλιεργούνται υπό τη φυσική σκιά των δέντρων, χωρίς έτσι η καλλιέργεια να διαταράσσει το οικοσύστημα της περιοχής. Πέρα από αυτό, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά βιολογικές μέθοδοι στην καλλιέργειά του: οι ζαπατιστικές αρχές έχουν απαγορεύσει αυστηρά τη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στις αυτόνομες περιοχές. Οι τρεις συνεταιρισμοί (Mut Vitz, Yachil Xojobal Chulchan και Yochin Tayel Kinal) διαθέτουν επίσημη πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας. Καθώς η θεσμική πιστοποίηση κοστίζει αρκετά σε χρήμα και γραφειοκρατική δουλειά για τους συνεταιρισμούς, ο τέταρτος συνεταιρισμός (Ssit Lequil Lum) αποφάσισε να υλοποιήσει ένα αυτόνομο σύστημα ελέγχου της ποιότητας και «αυτοπιστοποίησης» του καφέ, σε συνεργασία με το Συμβούλιο Καλής Διακυβέρνησης και αλληλέγγυες οργανώσεις και επιστήμονες από το Μεξικό.
Μετά τη συγκομιδή τους, οι κόκκοι του καφέ υποβάλλονται σε μια σειρά από στάδια φυσικής επεξεργασίας: πλύσιμο και διαχωρισμός με νερό ώστε να ξεχωρίσουν οι «ελαττωματικοί» κόκκοι, ξήρανση στον ήλιο και στη συνέχεια αποφλοίωση, ώστε να καταλήξουν στους σάκους ως «πράσινος», άψητος καφές, έτοιμος να αποσταλεί στις ομάδες διακίνησης για το μετέπειτα ψήσιμό τους. Και από εκεί, στο φλιτζάνι μας!